Το κόμμα ή υποστιγμή είναι ίσως το πιο…. ταλαιπωρημένο σημείο στίξης, καθώς συνηθίζουμε να το χρησιμοποιούμε αυθαίρετα όπου μας αρέσει και όχι εκεί όπου πρέπει.
Γιατί το χρησιμοποιούμε;
Με το κόμμα χωρίζονται μεταξύ τους τα μέρη μιας περιόδου, τα οποία περιέχουν ένα νόημα λογικό και οπωσδήποτε αυτοτελές. Άλλες φορές χρησιμοποιείται σε μεγάλες φράσεις, για να δοθεί η ευκαιρία στον ομιλητή να πάρει αναπνοή ή για να βοηθηθεί στο διάβασμα ή για να προκαλέσει προσδοκία. Χωρίς κόμμα ή και με την κακή χρήση του μπορεί να παρανοήσουμε το νόημα ενός κειμένου.
Κόμμα βάζουμε:
Μέσα στην ίδια πρόταση, όταν έχουμε όμοιους όρους στη σειρά (ασύνδετους), όπως ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, επιρρήματα: Η μητέρα ψώνισε μήλα, πορτοκάλια, μανταρίνια και αχλάδια. / Το Σύνταγμα προστατεύει την ελευθερία, τη ζωή, την τιμή και την περιουσία των πολιτών.
Όταν έχουμε κλητική προσφώνηση ή προσφώνηση μέσα στην πρόταση: Πέτρο, δώσε μου το βιβλίο σου. / Σου είπα, αγαπητέ μου, ότι πρέπει να δουλέψεις σκληρά. / Αυτή, νομίζω, στάθηκε η φιλοδοξία τους.
Όταν η πρόταση αρχίζει με ένα μόριο ή επίρρημα (βεβαιωτικό ή αρνητικό): Ναι, θα έρθω. / Βέβαια, θα φροντίσω αμέσως. / Όχι, δεν θέλω. / Καλά, θα σου τηλεφωνήσω. / Έτσι, έμειναν όλοι ικανοποιημένοι.
Όταν έχουμε παράθεση ή επεξήγηση: Η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς, βγήκε από τον αφρό της θάλασσας. (Επεξήγηση) / Η Γοργόνα, μισή γυναίκα μισή ψάρι, σταματά τα καράβια και ρωτά. (Παράθεση)
Όταν θέλουμε να χωρίσουμε τα λόγια αυτού που γράφει από τα λόγια αυτού που μιλάει. “Εγώ”, τους είπε ο Παπαφλέσσας, “δεν ήρθα εδώ να μετρήσω πόσος είναι ο στρατός του Ιμπραήμ”.
Όταν δύο κύριες προτάσεις συνδέονται με το “αλλά” (αντιθετικός σύνδεσμος). Στο βουνό έκανε πολύ κρύο, αλλά ήταν όλοι ντυμένοι καλά. / Ήταν λίγοι, αλλά ήταν γενναίοι.
Επίσης χωρίζουμε με κόμμα τις δευτερεύουσες προτάσεις από τις κύριες:
α) Τις αιτιολογικές προτάσεις (αρχίζουν με το γιατί, επειδή, αφού): Το παπάκι λυπόταν, γιατί ήταν άσχημο.
β) Τις τελικές προτάσεις (φανερώνουν σκοπό), όταν αρχίζουν με το “για να” – αλλά όχι όταν αρχίζουν με το “να”: Φορούσε ένα χοντρό πανωφόρι, για να μην κρυώνει.
γ) Τις εναντιωματικές ή παραχωρητικές προτάσεις (αρχίζουν με τους συνδέσμους αν και, και αν): Τον έβλεπα σαν εχθρό μου, αν και ήταν συγγενής μου.
δ) Τις υποθετικές προτάσεις (αρχίζουν με τους συνδέσμους αν, εάν): Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει.
ε) Τις χρονικές προτάσεις (αρχίζουν με τους συνδέσμους όταν, αφού, καθώς, πριν): Ήμουν παιδί, όταν άκουσα αυτή την ιστορία.
στ) Τις αναφορικές προτάσεις (αρχίζουν με τις αναφορικές αντωνυμίες όποιος, όσος, ο οποίος, ό,τι ή με τα αναφορικά επιρρήματα όπου, που, όπως, πως, όσο, καθώς, σαν, ωσάν, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, οπωσδήποτε): Την άλλη μέρα γύρισε ο πατέρας, ο οποίος φαινόταν κουρασμένος. / Όσο νύχτωνε, τόσο έλαμπε η φωτιά.
ζ) Τις συμπερασματικές προτάσεις (αρχίζουν με το ώστε, ώστε να): Μιλούσε τόσο σιγά, ώστε μόλις τον άκουγα.
Δεν χωρίζουμε με κόμμα:
Τις ειδικές προτάσεις (αρχίζουν με το ότι, πως, που), εκτός αν χρησιμοποιούνται ως επεξήγηση:
Νομίζω ότι έχει δίκιο. / Φαίνεται πως θα βρεθεί μια λύση. / Είναι κρίμα που δεν σε κάλεσαν.
Ενώ:
Πήραμε μια ευχάριστη είδηση, ότι ο αδελφός μου πέτυχε στο Πανεπιστήμιο. / Κανείς δεν το ήξερε αυτό, πως ο πατέρας μου δεν ήταν Έλληνας.
Τις διστακτικές προτάσεις (αρχίζουν με το μη(ν), μήπως), εκτός αν χρησιμοποιούνται ως επεξήγηση:
Πρόσεξε μην κάνεις λάθος. / Φοβάμαι μήπως αρρωστήσεις.
Ενώ:
Ένα μόνο τον τρόμαζε στη μάχη, μην πιαστεί αιχμάλωτος. / Κάθε μέρα είχε την ίδια αγωνία, μήπως τον διώξουν απ΄ τη δουλειά.
Τις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις, εκτός αν χρησιμοποιούνται ως επεξήγηση:
Μας ρώτησε ποιοι είμαστε. / Απορώ γιατί δεν πήγε κι αυτός.
Ενώ:
Στην απορία μου, πού θα βρούμε τα μέσα, δεν απάντησε.
Επίσης συνήθως πριν από το και δεν βάζουμε κόμμα, εκτός και αν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση: Ο πατέρας γύρισε στο σπίτι, όταν έκλεισε το γραφείο, και η μητέρα έστρωσε το τραπέζι.
Το είδαμε στα sainia.gr