Απογραφές – με τη σύγχρονη έννοια του όρου – άρχισαν να πραγματοποιούνται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ήδη από τον 18ο αιώνα και γενικεύθηκαν τον 19ο αιώνα. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί συνολικά 30 απογραφές ή καταγραφές πληθυσμού (με τελευταία αυτή του 2021), από τις οποίες 27 ήταν καθολικές και 3 μερικές.
Ως πρώτη γενική απογραφή (καταγραφή) του ελληνικού πληθυσμού θεωρείται αυτή που έγινε επί Καποδίστρια το 1828, μετά τη σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Έκτοτε απογραφές επαναλαμβάνονταν σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα.
Ανάμεσα στο 1828 και το 1856 έγιναν 13 γενικές καταγραφές πληθυσμού, ωστόσο αυτές αποτελούσαν απλές απαριθμήσεις του πληθυσμού και είχαν μειωμένη αξιοπιστία λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειάς τους (σχεδόν έξι μήνες).
Η πληρέστερη απογραφή (με κάλυψη όσον αφορά στα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού) έγινε το 1920. Ήταν η 21η επίσημη απογραφή από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και διενεργήθηκε την 19η Δεκεμβρίου. Σε αυτήν συλλέχθηκαν για πρώτη φορά στοιχεία για το φύλο, την ηλικία, τη γλώσσα, το θρήσκευμα αλλά και την απασχόληση.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε άλλη μία πλήρης απογραφή (το 1928), ενώ στην αμέσως επόμενη του 1940 δεν ολοκληρώθηκε η επεξεργασία των στοιχείων λόγω έναρξης του πολέμου.
Οι απογραφές άρχισαν πάλι το 1951, οπότε και καθιερώθηκε η τακτική διεξαγωγή τους κάθε 10 χρόνια.