Όταν κάποιος ρεύεται μπροστά μας, του λέμε: “Μόσχος”. Φυσικά δεν τον αποκαλούμε μοσχάρι, αλλά του ευχόμαστε η αναπνοή του να… μοσχομυρίζει!
Η λέξη μόσχος δεν προέρχεται από το μοσχάρι αλλά από μια πανάκριβη, λιπαρή, μυρωδάτη ουσία που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τον μόσχο (musk). Αυτή η ουσία παράγεται σε έναν υπογάστριο αδένα του αρσενικού μοσχοφόρου ελαφιού, το οποίο ζει κυρίως στην Κίνα, το Θιβέτ, το Νεπάλ, την περιοχή του Κασμίρ, την Ινδία, το Πακιστάν, τη Σιβηρία και τη Μογγολία και την εκκρίνει για να έλξει τα θηλυκά.
Ο μόσχος χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων ως μυρωδικό για το σώμα. Αποτελεί συστατικό πολλών φημισμένων αρωμάτων, ενώ συχνά προστίθεται σε σαπούνια, αφρόλουτρα, καλλυντικά και κρέμες.
Στα Βυζαντινά χρόνια γινόταν μεγάλη χρήση αυτής της αρωματικής ουσίας (είτε σε υγρή είτε σε στερεή μορφή). Την έβαζαν κυρίως σε συρτάρια ή μπαούλα με ρούχα για να “μοσχομυρίζουν”.
Επίσης οι παλιοί κάτοικοι των περιοχών γύρω από τα Ιμαλάια θεωρούσαν ότι ο μόσχος είχε ιαματικές ιδιότητες και παρασκεύαζαν με αυτόν φάρμακα για σοβαρές ασθένειες αλλά και διεγερτικά, σύμφωνα με τις συνταγές των προγόνων τους.