Το βαυκαλίζομαι είναι παθητική φωνή του ρήματος βαυκαλίζω – από το αρχαίο ρήμα βαυκαλάω που έχει την έννοια κοιμίζω, νανουρίζω.
Επομένως, το βαυκαλίζομαι στην κυριολεξία σημαίνει αποκοιμιέμαι. Όμως σήμερα το χρησιμοποιούμε με την εξής έννοια: παραμυθιάζομαι, εξαπατώ ή καθησυχάζω τον εαυτό μου με ψεύτικες προσδοκίες.
Φωτό: Νανούρισμα, πίνακας του 19ου αιώνα του Φρανσουά Ρις