Η λέξη στράφι δεν είναι ελληνική, αλλά εδώ και χρόνια έχει ενταχθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο. Δεν χρησιμοποιείται μόνη της παρά μόνο στη φράση: Κάτι ή κάποιος πάει (πήγε) στράφι. Ξέρεις τι σημαίνει;
Το στράφι είναι άμεσο δάνειο από την τουρκική λέξη israf (=σπατάλη), που προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική isrāf (=άσωτος).
Αυτό ή αυτός λοιπόν που πάει στράφι, πάει χαμένο/ος, αναξιοποίητο/ος, σπαταλημένο/ος.
Παραδείγματα:
Πήγε στράφι τόσος κόπος και τόσος χρόνος.
Το μηχάνημα ήταν ελαττωματικό και πήγαν στράφι τα λεφτά.
Φοβάμαι πως θα πάει στράφι αυτό το παιδί με το μυαλό που έχει.