Η συλλογή αντικειμένων είναι πανανθρώπινο φαινόμενο, κάτι που επιβεβαιώνεται από έρευνες οι οποίες δείχνουν πως το 70% των παιδιών και το 30% των ενήλικων ατόμων έχουν στην κατοχή τους κάποιου είδους συλλογή. Από εξελικτική άποψη, αυτό αποτελούσε αναγκαιότητα και σοβαρό πλεονέκτημα για τους πρώτους προγόνους μας, καθώς η συλλογή και αποθήκευση τροφής και εργαλείων αύξαναν κατά πολύ τις πιθανότητες επιβίωσής τους, ιδιαίτερα στη διάρκεια πολύ δύσκολων περιόδων όπως ανομβρία, πλημμύρες κ.τ.λ.
Η παθολογική συλλογή αντικειμένων δεν αποτελεί χόμπι. Όπως αναφέρει ο Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής Σάββας Ν. Σαλπιστής σε άρθρο του στο i-psyxologos.gr, είναι η δυσκολία κάποιου να απαλλαχτεί από διάφορα πράγματα που έχει στην κατοχή του. Μοιάζει σαν το άτομο αυτό να διακατέχεται από μια ανεξέλεγκτη ανάγκη να συνεχίσει να τα κατέχει και να νιώθει έντονη δυσφορία ακόμα και στη σκέψη να τα αποχωριστεί.
Ο όρος “συλλογή” σχετίζεται με τον όρο “παθολογική συσσώρευση”, ωστόσο διαφέρουν μεταξύ τους. Μία βασική διαφορά έγκειται στο ότι η συλλογή ενός συλλέκτη χαρακτηρίζεται από μια σαφή τάξη και οργάνωση, ενώ τα διάφορα αντικείμενα που συσσωρεύει με παθολογικό τρόπο ένα άτομο δεν έχουν καμία τάξη και οργάνωση (συχνά και καμία αντικειμενική ή συναισθηματική αξία) και μπορεί να βρίσκονται σε κάθε χώρο του σπιτιού, εμποδίζοντας τον κάτοχό του ακόμα και να τους χρησιμοποιήσει.
Πρόκειται για μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη διαταραχή για την οποία όμως υπάρχει αρκετά αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση.
Πόσοι “υποφέρουν”;
Φαίνεται πως πρόκειται για μια αρκετά συνηθισμένη κατάσταση – από τη στιγμή που την παρουσιάζει το 2-6% του γενικού πληθυσμού – η οποία συχνά έχει καταστροφικές συνέπειες στη ζωή αυτών που την εμφανίζουν, όπως κοινωνική απομόνωση, οικογενειακές συγκρούσεις, εξώσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και θάνατο εξαιτίας ατυχημάτων από την πτώση βαριών αντικειμένων!
Η διαταραχή αυτή μπορεί να συνυπάρχει με την ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή σε ποσοστό 18-40%. Επίσης, σε άτομα με νευροψυχιατρικού τύπου παθήσεις, όπως διάφορες διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, η συχνότητα εμφάνισης συμπτωμάτων παθολογικής συσσώρευσης είναι δεκαπλάσια απ΄ ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Παιδιά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (Δ.Ε.Π./Υ.) εμφανίζουν συμπτώματα παθολογικής συσσώρευσης αντικειμένων σε ποσοστό 29%.
Συνοσηρότητα υπάρχει και με την κατάθλιψη σε ποσοστό 51%.
Σε ποια ηλικία παρουσιάζεται το πρόβλημα;
Οι διάφορες έρευνες δείχνουν πως η παθολογική συσσώρευση αντικειμένων έχει ως ηλικία έναρξης το 12-13ο έτος της ζωής, αλλά τα συμπτώματα γίνονται για πρώτη φορά αισθητά στην ηλικία περίπου των 20 χρόνων. Ίσως γιατί η συμβίωση με τους γονείς αποτρέπει, ως ένα βαθμό, την πλήρη εκδήλωση των συνεπειών τους. Στα περισσότερα άτομα η διαταραχή είναι χρόνια και επιδεινώνεται σταδιακά ανά δεκαετία.
Από κλινική άποψη, η συσσώρευση αντικειμένων προκαλεί σημαντική ψυχική επιβάρυνση ή επιδείνωση της λειτουργικότητας του ατόμου στην εργασία του, στην κοινωνική του ζωή ή σε άλλους τομείς της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης και της διασφάλισης ενός ασφαλούς περιβάλλοντος τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για την οικογένειά του.
Τα αντικείμενα που συσσωρεύονται είναι συνήθως ρούχα, εφημερίδες/περιοδικά, βιβλία, αποδείξεις, διάφορες συσκευασίες και αντικείμενα που έχουν κάποιου είδους συναισθηματική αξία για το άτομο.
Ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν στην κατοχή τους ακόμα και ένα μεγάλο αριθμό ζώων ίδιου είδους (π.χ. γάτες, σκυλιά κ.ά) τα οποία, συχνά, δεν είναι σε θέση να φροντίσουν αξιοπρεπώς.
Αιτιολογία
Φαίνεται πως υπάρχει ένας σαφής γενετικός παράγοντας που οδηγεί στην εμφάνιση της διαταραχής. Όσον αφορά στους περιβαλλοντικούς παράγοντες, έχει διαπιστωθεί πως υπάρχει σχέση ανάμεσα σε διάφορες τραυματικές εμπειρίες και στην έναρξη ή την επιδείνωση της διαταραχής.
Αντίθετα, φαίνεται πως δεν υπάρχει κάποια σχέση με την ύπαρξη οικονομικών δυσκολιών στη διάρκεια της παιδικής ζωής.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η απουσία επίγνωσης της σοβαρότητας της κατάστασής τους στα άτομα με παθολογική συσσώρευση αντικειμένων έχει ως συνέπεια να μην ζητούν σχεδόν ποτέ από μόνα τους βοήθεια. Ακόμα όμως και όταν μετά από παρέμβαση άλλων ξεκινούν θεραπεία, συχνά την διακόπτουν πρώιμα ή αρνούνται να ακολουθήσουν τις θεραπευτικές οδηγίες που τους δίνονται. Αυτό σημαίνει πως η συνειδητοποίηση του μεγέθους του προβλήματός τους και των πλεονεκτημάτων από μια ενδεχόμενη μείωσή του αποτελούν δύο από τις προτεραιότητες μιας θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Η δημιουργία μιας “θεραπευτικής συμμαχίας” με τα άτομα αυτά είναι πολύ δυσκολότερη απ΄ό,τι με άτομα που έχουν άλλου είδους ψυχιατρικές διαταραχές και αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος που η θεραπεία με τα άτομα αυτά έχει αργή εξέλιξη. Οι θεραπευτικοί στόχοι θα πρέπει να είναι μετριοπαθείς και να μην υπερβαίνουν τις δυνατότητες του ατόμου να τις πραγματοποιήσει. Για παράδειγμα, δεν απαιτούμε να καθαριστεί και να τακτοποιηθεί ολόκληρο το σπίτι αλλά, αρχικά, κάποιος συγκεκριμένος χώρος του ή να δοθεί προτεραιότητα στην ασφάλεια μέσα στο σπίτι.
Σε αρκετές περιπτώσεις, και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν μικρά παιδιά στο σπίτι, επιβάλλεται παρέμβαση των κοινωνικών υπηρεσιών.
Όσον αφορά στη φαρμακευτική αγωγή, πολλές έρευνες έχουν καταδείξει πως η χορήγηση παροξετίνης (paroxetine) και βενλαφαξίνης (venlafaxine) μειώνει την παθολογική συσσώρευση κατά 24 και 31%, αντίστοιχα, μετά από θεραπεία 12 εβδομάδων.