Συναναστρέφομαι σημαίνει έχω κοινωνικές ή φιλικές σχέσεις με κάποιον, κάνω παρέα. Λέμε όμως συναναστρέφομαι με κάποιον ή συναναστρέφομαι κάποιον;
Σύμφωνα με το Λεξικό Τριανταφυλλίδη, και οι δύο συντάξεις είναι αποδεκτές. Π.χ. Συναναστρέφεται (με) πολύ κόσμο / (με) ανθρώπους της τάξης του. Συναναστρέφεται (με) ύποπτα άτομα.
Σε άρθρο του e-didaskalia.blogspot.com αναφέρεται πως υπάρχουν φιλόλογοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το συναναστρέφομαι συντάσσεται μόνο με αιτιατική χωρίς πρόθεση, δίχως όμως να τεκμηριώνουν το γιατί.
Αναζητώντας αρχαίες πηγές, στον Πλούταρχο υπάρχει η πρόταση: “τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο”. Επίσης, σε εκκλησιαστικό ύμνο, σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού, γράφεται: “ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῑς ἀνθρώποις συνανεστράφη”.
Και στις δύο περιπτώσεις το ρήμα συναναστρέφομαι συντάσσεται με δοτική. Ως γνωστόν η δοτική στα νέα ελληνικά έχει αντικατασταθεί με αιτιατική, που συνοδεύεται με την πρόθεση σε ή με.
Επομένως, είναι ορθή και η σύνταξη συναναστρέφομαι με κάποιον, αφού και στα αρχαία ελληνικά το ρήμα συντασσόταν με δοτική και όχι με απλή αιτιατική.