Ενωτικό είναι η μικρή οριζόντια γραμμή (-) που τοποθετείται για να δείξει ότι δύο τμήματα μιας λέξης ή και δύο ολόκληρες λέξεις ενώνονται και αποτελούν ενιαία γλωσσική μονάδα (μία λέξη).
Το χρησιμοποιούμε σε δύο περιπτώσεις:
1. Στο τέλος μιας αράδας, όταν μια λέξη δεν χωράει και αναγκαζόμαστε να τη χωρίσουμε σε δύο τμήματα (το ένα τμήμα μένει στο τέλος της αράδας και το άλλο γράφεται στην αρχή της επόμενης). Το ενωτικό δείχνει ότι αυτά τα δύο τμήματα “ενώνονται” και αποτελούν μία λέξη.
2. Μετά από τα προτακτικά Αϊ-, Αγια-, γρια-, γερο-, θεια -, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, τα οποία προσδιορίζουν συνήθως κύρια ονόματα. Για παράδειγμα:
Αϊ-Γιώργης
Αγια-Σοφιά
γερο-καπετάνιος
θεια-Μαριγώ
κυρα- Μάρω (αλλά κυρ Νίκος, χωρίς ενωτικό)
μαστρo-Γιάννης
μπαρμπα- Γιώργος
παπα-Τσάκωνας κ.ά.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι προτακτικές λέξεις δεν έχουν δικό τους τόνο.
Σημείωση: Το ενωτικό δεν πρέπει να συγχέεται με την παύλα, η οποία δεν “ενώνει” αλλά “χωρίζει”.