Διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου, στη δημοτική σκίζω τα ρούχα μου. Αυτό λέγεται πως έκανε ο αρχιερέας του Ναού της Ιερουσαλήμ Καϊάφας, όταν άκουσε τον Χριστό να λέει πως είναι Γιος του Θεού. Για να διαμαρτυρηθεί με αυτόν τον τρόπο έντονα, καθώς μια τέτοια ομολογία τη θεώρησε βλασφημία.
Ως φράση το “διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου” απαντάται πολύ συχνά στα ευαγγελικά κείμενα. Αναφέρεται επίσης το βυζαντινό συνήθειο να σκίζουν τα ρούχα τους όσοι διαμαρτύρονταν για κάποιο λόγο. Τη χρησιμοποιούμε και σήμερα για κάποιον που αγανακτεί ή διαμαρτύρεται ότι κατηγορείται άδικα ή διαμαρτύρεται υπερβολικά.
Ποιος ήταν όμως ο πραγματικός λόγος που ο Καϊάφας διέρρηξε τα ιμάτιά του;
Ο Καϊάφας ήταν ο αρχιερέας, πρόεδρος του Μεγάλου Εβραϊκού Συνεδρίου, το οποίο καταδίκασε τον Χριστό σε θάνατο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ. Το “Καϊάφας” ήταν υποκοριστικό και σήμαινε “ο υποτάσσων” (το πιθανότερο) ή, κατ΄ άλλους “ο βράχος”.
Χρίστηκε αρχιερέας το 18 μ.Χ. από τον Ρωμαίο επίτροπο Βαλέριο Γράτο. Το γεγονός ότι η θητεία του διήρκεσε 20 χρόνια περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου αποδεικνύει τις στενές σχέσεις του με τους Ρωμαίους.
Αν και θρησκευτικός αρχηγός των Εβραίων, ποτέ δεν τους προστάτευσε απέναντι στις ρωμαϊκές αυθαιρεσίες. Σ΄ αυτόν οδηγήθηκε ο Χριστός, αφού προηγουμένως πέρασε από τον πεθερό του Άννα (κατείχε τη θέση του αρχιερέα πριν από τον Καϊάφα, αλλά εξακολουθούσε να κινεί τα νήματα και μετά την απομάκρυνσή του).
Ο Καϊάφας θεώρησε το κήρυγμα του Χριστού επαναστατικό, που θα μπορούσε να οδηγήσει τον λαό σε εξέγερση. Άλλωστε ο Χριστός είχε ξεσπάσει εναντίον των εμπόρων έξω από τον Ναό και η οργή του έπιανε και αυτούς που επέτρεπαν την εμπορική δραστηριότητα στον Οίκο του Κυρίου. Ο κόσμος που επικροτούσε τον Λόγο Του και Τον ακολουθούσε τρόμαζε το ιερατείο, το οποίο επιθυμούσε την απόλυτη υποταγή και δεν δεχόταν καμία αμφισβήτηση.
Ο Εβραίος αρχιερέας αρχικά κατηγόρησε τον Χριστό για βλασφημία, αλλά ο ρωμαϊκός νόμος δεν προέβλεπε κάποια τιμωρία για τέτοια αδικήματα μονοθεϊστικών θρησκειών. Ο Πιλάτος – τότε επίτροπος της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας – φυσικά δεν δέχτηκε να καταδικάσει σε θάνατο κάποιον για τα αδικήματα που του απέδιδαν οι αρχιερείς. Ο Καϊάφας τότε τροποποίησε την κατηγορία τονίζοντας ότι ο Χριστός αυτοαποκαλούνταν “Βασιλιάς της Ιουδαίας”, γιατί σκόπευε να επαναστατήσει εναντίον των Ρωμαίων και να κυριεύσει ο ίδιος την Ιουδαία.
Ο Πιλάτος, με την εμπειρία που είχε, δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος, αλλά αντιλήφθηκε την πολιτική ανάγκη και τον αναπόφευκτο συμβιβασμό με το ιερατείο, με το οποίο τακτικά συνεργαζόταν για τα συμφέροντα της Ρώμης. Έτσι έδωσε τη διαταγή εκτέλεσης.
Η θητεία του Καϊάφα τελείωσε το 36 μ.Χ. Όπως και του Πιλάτου, ο οποίος τελικά επιτέθηκε εναντίον Ιουδαίων προσφύγων, γιατί πίστευε ότι οργάνωναν εξέγερση κατά των Ρωμαίων. Έπειτα από διαμαρτυρίες, ο κυβερνήτης της Συρίας Βιτέλιος τους απέλυσε. Βέβαια η εξουσία στον Ναό παρέμεινε στα χέρια της οικογένειας του Καϊάφα, αφού τον αντικατέστησε ο κουνιάδος του Ιωνάθαν.
Η παράδοση αναφέρει ότι μετά την Ανάσταση του Χριστού ο αυτοκράτορας Τιβέριος κάλεσε στη Ρώμη τον Πιλάτο και τον Καϊάφα, για να απολογηθούν. Όμως το πλοίο που μετέφερε τον Καϊάφα ναυάγησε. Βγήκε στην Κρήτη, όπου αρρώστησε και πέθανε. Επτά φορές τον έθαψαν, αλλά “η γης τον ανεξέρνα (απέβαλε) άλυωστο και μαύρο σαν τον Κάη, για το μεγάλο κακό πώκαμε, που καταδίκασε τον Χριστό”.
Μαζεύτηκε μέγα πλήθος και με κατάρες τον έθαψε κάτω από ένα τεράστιο σωρό πέτρες. Αυτό ήταν του Καγιάφα το μνήμα σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο. Σωζόταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
Η παράδοση αυτή είναι πολύ παλιά και την αναφέρουν αρκετοί περιηγητές. Περιλαμβάνεται στο απόκρυφο βιβλίο “Τα πεπραγμένα τω Πιλάτω”, εντούτοις δεν τεκμηριώνεται ιστορικά.
Πληροφορίες από: mixanitouxronou.gr