Ανέσπερο άστρο, ανέσπερο φως. Είναι αυτό που δεν δύει, δεν σβήνει ποτέ.
Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α και την εσπέρα – το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που αρχίζει να δύει ο ήλιος μέχρι να επικρατήσει πλήρες σκοτάδι.
Κατά τους αγίους της εκκλησίας, το ανέσπερο φως μπορεί να δει ένας άνθρωπος μόνο με τα μάτια της ψυχής. Είναι το φως που πλημμυρίζει τις αγνές καρδιές και λάμπει μέσα στους καλούς ανθρώπους.